- κανταδόρος
- οθηλ. κανταδόρα και κανταδόρισσα (λ. ιταλ.), αυτός που κάνει καντάδες, τραγουδιστής: Έχει εξελιχτεί σε σπουδαίο κανταδόρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κανταδόρος — ο αυτός που τραγουδάει καντάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βενετ. cantador] … Dictionary of Greek
λιμοκοντόρος — ο 1. (σκωπτ.) νέος που κρύβει τη φτώχεια ή τις στερήσεις του κομψευόμενος και ερωτοτροπώντας με επιδεικτικούς τρόπους και επιδεικτική εμφάνιση 2. παλαιό μονόδραχμο χαρτονόμισμα («διπλός λιμοκοντόρος») το δίδραχμο). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμοκόντης <… … Dictionary of Greek
κατάβρεγμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του καταβρέχω, μούσκεμα: Ο κανταδόρος αυτός θέλει ένα γερό κατάβρεγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)